κύβος

κύβος
(Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε ο όγκος του είναι V = α3 (γι’ αυτό η τρίτη δύναμη κάθε αριθμού ονομάζεται κ. αυτού του αριθμού). Ο κ. συνδέεται με το περίφημο δήλιο πρόβλημα, το οποίο συνίσταται στην κατασκευή ενός κ. με διπλάσιο όγκο από τον όγκο ενός γνωστού κ. Αν α είναι το μήκος της ακμής του γνωστού κ. και x του άγνωστου, τότε το πρόβλημα μεταφράζεται στην κατασκευή ευθύγραμμου τμήματος μήκους . Αυτό, όπως αποδείχθηκε κατά τις αρχές του 19ου αι., δεν επιτυγχάνεται με τη χρήση μόνο του κανόνα και του διαβήτη, όπως πρέσβευε η πλατωνική αντίληψη περί μαθηματικών. Η παράδοση αναφέρει ότι το πρόβλημα αυτό (που καλείται και πρόβλημα του διπλασιασμού του κ.) προέρχεται από τον θεό Απόλλωνα, ο οποίος έδωσε εντολή στους κατοίκους της Δήλου να κατασκευάσουν προς τιμήν του έναν βωμό με διπλάσιο όγκο από τον όγκο του κυβικού βωμού που ήδη του είχαν αφιερώσει. Οι κάτοικοι της Δήλου κατέφυγαν τότε στην πλατωνική Aκαδημία για τη λύση του προβλήματος· έτσι εξηγείται και η ενασχόληση της Ακαδημίας με το πρόβλημα. Eμβαδόν έδρας = α2 όγκος = α3 μήκος διαγωνίου = α?
* * *
ο (AM κύβος)
1. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο τού οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες και όλες οι έδρες, έξι τον αριθμό, είναι ίσα μεταξύ τους τετράγωνα («ἐν τῷ τετραγώνῳ γεννᾱσθαι τὸν κύβον, ἑδραιότατον... σῶμα», Τίμ. Λουρ.)
2. μικρό τεμάχιο από στερεά ύλη το οποίο έχει χαραγμένες σε καθεμιά από τις πλευρές του μία έως έξι κουκκίδες και χρησιμεύει για τυχερά παιχνίδια, ζάρι («ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους... τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι», Λυσ.)
3. το γινόμενο που προκύπτει από τον διπλό πολλαπλασιασμό αριθμού επί τον εαυτό του, αλλ. τρίτη δύναμη ή τριτοβάθμια δύναμη («το 64 είναι κύβος τού αριθμού 4, δηλαδή 4 χ 4χ 4 = 64»)
4. φρ. «ο κύβος ερρίφθη» ή «ἀνερρίφθω κύβος» — πάρθηκε πλέον η κρίσιμη απόφαση ύστερα από πολλούς δισταγμούς
νεοελλ.
φρ. «τέλειος κύβος» — ο αριθμός ο οποίος είναι κύβος ενός ακέραιου αριθμού («ο αριθμός 8 είναι τέλειος κύβος γιατί είναι ο κύβος τού ακεραίου 2»)
αρχ.
1. η πλευρά τού ζαριού που φέρει μία μόνο κουκκίδα
2. κάθε πράγμα που έχει κυβικό σχήμα
3. τεμάχιο παστωμένου ψαριού
4. είδος πίτας ή ζυμαρικού με κυβικό σχήμα
5. η κοιλότητα τών ζώων που βρίσκεται πάνω από τον μηρό
6. μέρος αρδευτικής μηχανής
7. στον πληθ. οἱ κύβοι
το κυβείον*
8. φρ. α) «άναρρίπτω κύβον» — ριψοκινδυνεύω παίρνοντας τολμηρή απόφαση
β) «ἔσχατον κύβον ἀφίημι» — δοκιμάζω την τύχη μου για τελευταία φορά
9. παροιμ. «ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι» — ποτέ τα έργα τού Διός δεν είναι τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με γοτθ. hups «ισχίο», λατ. cubitus «αγκώνας», που βασίζεται στη σημ. τής λ. κύδος «κοιλότητα που βρίσκεται πάνω από τον μηρό τών ζώων», δεν φαίνεται πολύ πειστική. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cubus.
ΠΑΡ. κυβεύω, κυβίζω, κυβικός
αρχ.
κυβίας, κύβιον, κυβοστός
μσν.
κυβεών.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κυβοειδής
αρχ.
κυβεπίκυβος
αρχ.-μσν.
κυβόκυβος
νεοελλ.
κυβόλεξο, κυβόλιθος, κυβομαντεία, κυβόμετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύβος — cube masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβος — ο 1. κανονικό εξάεδρο που οι έδρες του είναι τετράγωνα. 2. ζάρι. 3. το γινόμενο που βγαίνει από το διπλό πολλαπλασιασιασμό αριθμού με τον εαυτό του, τρίτη δύναμη: Το 8 είναι ο κύβος του 2. 4. φρ., «Pίχτηκε ο κύβος» σημαίνει ότι τελικά, ύστερα από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

  • Κύβος, Ιωάννης — (14oς αι.). Δυνάστης της Χίου. Ονομαζόταν και Καλογιάννης. Την περίοδο της κυριαρχίας του η Χίος κυριεύτηκε από τους Γενοβέζους και ο Κ. έχασε κάθε αξίωμα …   Dictionary of Greek

  • Ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. — ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. См. Жребий брошен …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κύβε — κύβος cube masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοι — κύβος cube masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοιν — κύβος cube masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοις — κύβος cube masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοισι — κύβος cube masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”